- θαλάμοιο
- θάλαμοςan inner roommasc gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ADRESTE — Helenae ancilla, Homer.Od. 4. v. 305. Ε᾿κ ῤ Ε῾λένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο Η῎λυςεν, Α᾿ρτέμιδι χρυσηλαχάτῳ εἰκῆα. Τῇ δ᾿ αρ ἅμ᾿ Α᾿δρήςτη κλισίην ἐΰτυκτον ἔθηκεν. Α᾿λκίππη τε τάπητα φέρεν μαλακοῦ ἐρίοιο … Hofmann J. Lexicon universale
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
πολυσφράγιστος — ον, ΜΑ, ιων. τ. πολυσφρήγιστος, ον Α αυτός που έχει σφραγιστεί με πολλές σφραγίδες αυτός δηλ. που έχει ασφαλιστεί καλά («θαλάμοιο πολυσφρήγιστον ὀχῆα», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφραγιστός (< σφραγίζω)] … Dictionary of Greek
πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… … Dictionary of Greek